Μεγάλη μείωση του πληθυσμού στην Ελλάδα, που φτάνει και το μισό εκατομμύριο, εκτιμάται ότι θα δείξει η απογραφή που θα διεξαχθεί σε λίγους μήνες.
Το ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων σε εθνικό επίπεδο είναι αρνητικό την τελευταία εννεαετή περίοδο, αγγίζοντας τις 223.000. Ελάχιστοι Νομοί διαφοροποιούνται, έχοντας περισσότερες γεννήσεις από θανάτους όπως: τα Δωδεκάνησα, οι Κυκλάδες, η Ξάνθη, τα Χανιά, το Ηράκλειο και το Ρέθυμνο, το θετικό φυσικό ισοζύγιο των οποίων συσσωρευτικά δεν υπερβαίνει τα 12.000 άτομα.
Από τους έξι αυτούς Νομούς με θετικά Φυσικά Ισοζύγια (Φ.Ι. +), μόνο τέσσερις (Δωδεκάνησα, Ρέθυμνο, Χανιά και Ηράκλειο) είχαν αύξηση του πληθυσμού τους, ενώ στις Κυκλάδες και την Ξάνθη ο πληθυσμός μειώθηκε ελαφρώς, εξαιτίας των αρνητικών μεταναστευτικών τους ισοζυγίων (περισσότεροι έξοδοι από εισόδους).
Τα υψηλοτέρα αρνητικά Φυσικά Ισοζύγια σε απόλυτες τιμές καταγράφονται στην Αττική (σχεδόν -40 χιλ.), στο Νομό Σερρών (σχεδόν -15 χιλ.) και στους Νομούς Φθιώτιδας, Μεσσηνίας, Αιτωλοακαρνανίας, Καρδίτσας, Ηλείας, Τρικάλων, Ευβοίας, Καβάλας, Έβρου, Πέλλας και Μαγνησίας (-8 έως – 6 χιλ.), συμβάλλοντας, αν και σε διαφοροποιημένο βαθμό, στη μείωση του πληθυσμού τους.
Η «ελκυστικότητα» των Νομών, όπως αποτυπώνεται στα Μεταναστευτικά τους Ισοζύγια, διαφοροποιείται σημαντικά, όπως διαφοροποιείται εξίσου σημαντικά και το αποτέλεσμα της «ζυγαριάς» γεννήσεις-θάνατοι. Η ζυγαριά αυτή (Φ.Ι.) επηρεάζεται κυρίως από την κατανομή του πληθυσμού κάθε νομού ανά ηλικία (δηλ. το ποσοστό των 65 ετών και άνω και το ποσοστό των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας), καθώς οι διαφορές ανάμεσα στους νομούς, τόσο της θνησιμότητας (μέσος όρος ζωής), όσο και της γονιμότητας (μέσος αριθμός παιδιών/γυναίκα) είναι πολύ μικρές, συγκρινόμενες με αυτές των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών.